ψοιθός

ψοιθός
-ή, -όν, Α
(για ζώο) σταχτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ψόθος (Ι) «αιθάλη, καπνός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψοῖθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψοίθος — ὁ, Α βλ. ψόθος (Ι) …   Dictionary of Greek

  • ψόθος — (I) και ψοῑθος, ὁ, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) α) αιθάλη, καπνός β) ρύπος, ακαθαρσία 2. (μόνον ο τ. ψοῑθος) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) σποδός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό* και εμφανίζει το ίδιο δασύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”